- τερετίζω
- τερέτισα1. κελαηδώ.2. μουρμουρίζω, σιγοτραγουδώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τερετίζω — hum pres subj act 1st sg τερετίζω hum pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερετίζω — τερετίζω, τερέτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τερετίζω — ΝΜΑ (για χελιδόνι, αηδόνι ή τζιτζίκι) κελαηδώ με τερετισμό, τιτιβίζω νεοελλ. μουρμουρίζω ένα τραγούδι, σιγοτραγουδώ μσν. τραγουδώ αρχ. 1. μιμούμαι τον τερετισμό χελιδονιού ή τζιτζικιού 2. (κατά τον Φώτ.) συνοδεύω ένα τραγούδι φωνητικά 3. (κατά… … Dictionary of Greek
τερετιζόντων — τερετίζω hum pres part act masc/neut gen pl τερετίζω hum pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερετιοῦσι — τερετίζω hum fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) τερετίζω hum fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερετίζει — τερετίζω hum pres ind mp 2nd sg τερετίζω hum pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερετίζομεν — τερετίζω hum pres ind act 1st pl τερετίζω hum imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερετίζοντα — τερετίζω hum pres part act neut nom/voc/acc pl τερετίζω hum pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερετίζουσιν — τερετίζω hum pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τερετίζω hum pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερέτιζε — τερετίζω hum pres imperat act 2nd sg τερετίζω hum imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)